- ουρτικώδη
- Τάξη αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων που περιλαμβάνει διάφορους τύπους φυτών, ξυλωδών ή ποωδών, που κατατάσσονται σε τέσσερις οικογένειες: κανναβινίδες (καννάβι), μορίδες (φίκος, μουριά), ουλμίδες (φτελιά) και ουρτικίδες (τσουκνίδα)· κατ’ άλλους, η πρώτη οικογένεια συγχωνεύεται στη δεύτερη. Τα ο. περιλαμβάνουν είδη διαδεδομένα στις τροπικές και στις εύκρατες περιοχές των δύο ημισφαιρίων, μερικά από τα οποία έχουν ενδιαφέρουσα οικονομική σημασία (π.χ. βοιμερία).
Στα ο. υπάγονται κυρίως φυτά ποώδη, με άνθη δίκλινα, μόνοικα ή δίοικα, περιάνθιο σεπαλοειδές (4-6 σέπαλα) και ωοθήκη επιφυή ή επί ποδίσκου. Οι καρποί άλλοτε είναι δρύπες και άλλοτε αχαίνια. Επιπλέον τους χαρακτηρίζουν άφθονες εκκριτικές τρίχες που μπορεί κατά το κέντημα να προκαλούν κνησμό ή όχι.
Ένα δείγμα ουρτικώδους: παρικταρία η ολεϊρόλια.
* * *ταβοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τών τροπικών και εύκρατων περιοχών στην οποία ανήκουν πολύ γνωστά φυτά, όπως η συκιά, το αρτόδενδρο, η μουριά, η φτελιά, η τσουκνίδα, ο λυκίσκος, η ινδική κάνναβις κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. urticales (< λατ. urtica «τσουκνίδα»)].
Dictionary of Greek. 2013.